ἐραστάς

ἐραστάς
ἐραστά̱ς , ἐραστής
lover
masc acc pl
ἐραστά̱ς , ἐραστής
lover
masc nom sg (epic doric aeolic)
ἐραστά̱ς , ἐραστός
beloved
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπορεύομαι — Α 1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού 2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • προσέλκω — Α 1. προσελκύω 2. μέσ. προσέλκομαι α) φέρνω με το μέρος μου, παρασύρω προς εμένα («δυναμένης διὰ τὴν ὁμιλίαν τοὺς ἐραστὰς προσελκύσασθαι», Αθήν.) β) αγκαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • προσαναγκάζω — Α 1. ασκώ επιπρόσθετη βία 2. (σχετικά με επίδεσμο) συμπιέζω πολύ σφιχτά 3. συμπιέζω όλα τα οστά μαζί 4. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («προσαναγκάζειν τὸν Σωκράτη ὁμολογεῑν», Πλάτ.) 5. αναγκάζω και κάποιον άλλον να κάνει κάτι («χρῆν δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Μελιτηνιώτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Θεόδωρος (14ος αι.). Μέγας σακελλάριος και αρχιδιάκονος. Ασχολήθηκε με ζήλο με τις αστρονομικές μελέτες και έγραψε το επιστημονικό έργο Αστρονομική Τρίβιβλος, το σπουδαιότερο αστρονομικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”